- χερσονησοειδής
- χερσονησ-οειδής, later [pref] χερρ-, ές,A peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χερσονησοειδής — peninsular masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησοειδής — και χερρονησοειδής, ές, Α όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + ειδής*] … Dictionary of Greek
χερσονησοειδές — χερσονησοειδής peninsular masc/fem voc sg χερσονησοειδής peninsular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησώδης — και αττ. τ. χερρονησώδης, ῶδες, Α [χερσόνησος /χερρόνησος] ο χερσονησοειδής*, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου … Dictionary of Greek